- ὀφθαλμοστατήρ
- ὀφθαλμο-στᾰτήρ, ῆρος, ὁ, a surgical instrument, Hermes38.283.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οφθαλμοστατήρ — οφθαλμοστατήρ, ήρος, ο (Α) χειρουργικό εργαλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + στατήρ] … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek